ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΗ ΓΝΩΣΗ - intellectual yes, property no
Το ερώτημα που τίθεται από την κυριαρχία είναι κατά πόσο η παραδοσιακή γνώση αποτελεί ένα ουσιαστικό εργαλείο στην διαδικασία παραγωγής ενός νέου προϊόντος, οπότε και θα έπρεπε να αμείβεται σαν ένας ακόμα συντελεστής παραγωγής. Οι εταιρίες κεφαλαιοποιούν τις επενδύσεις τους όταν μια βελτιωμένη ποικιλία βγει στο εμπόριο. Παρά το γεγονός όμως ότι οι εταιρίες γεωργικών εφοδίων και τα ερευνητικά ιδρύματα λειτουργούν αυστηρά κάτω από τους νόμους της αγοράς και προστατεύουν τα προϊόντα τους, δεν ακολουθούν την ίδια τακτική κατά την απόκτηση απαραιτήτων πληροφοριών και γενετικού υλικού από τους μικροκαλλιεργητές. Οι μικροκαλλιεργητές δεν αποζημιώνονται, γεγονός που αγνοεί επιδεικτικά το ότι η παραδοσιακή γνώση εξοικονομεί χρόνο και χρήμα στη βιομηχανία της σύγχρονης βιοτεχνολογίας, παρέχοντας ενδείξεις για την ανάπτυξη χρήσιμων προϊόντων. Στην περίπτωση μάλιστα εμπορικής χρήσης προϊόντων που ενσωματώνουν μορφές παραδοσιακής γνώσης, οι παραδοσιακές κοινότητες υφίστανται διπλή ζημιά. Από τη μια δεν μοιράζονται τα οικονομικά οφέλη τα οποία καρπώνεται ο κάτοχος της πατέντας και από την άλλη η απομόνωση και ενσωμάτωση σε ένα τελικό προϊόν συγκεκριμένων ιδιοτήτων ενδημικών σε αναπτυσσόμενες χώρες φυτικών ειδών, συχνά οδηγούν σε μείωση της ζήτησης του ίδιου φυτικού είδους. Η συλλογική γνώση αντιμετωπίζεται από τις εταιρίες σαν κάτι δεδομένο και αυθύπαρκτο, από το όποιο μπορούν να αποκομισθούν κέρδη, ασκώντας μονοπωλιακό έλεγχο πάνω σε ολόκληρες ομάδες πληθυσμών. Σε χώρες όπως η Ινδία οι αγρότες που κατέχουν την παραδοσιακή γνώση και προσπαθούν να βελτιώσουν τις παραδοσιακές πρακτικές καλλιέργειας είναι αυτοί που οι διάφορες αγροτικές πολιτικές προσπαθούν να εξαναγκάσουν ώστε να προσαρμόσουν τα συστήματα αυτά στη σύγχρονη γεωργική τεχνολογία.
Και ενώ η Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα αναγνωρίζει την ύπαρξη και τη συμβολή της παραδοσιακής γνώσης, δηλώνοντας ότι όλα τα μέλη οφείλουν να σέβονται και να διατηρούν τη γνώση, τις καινοτομίες και τις πρακτικές τοπικών κοινωνιών…..η συμφωνία TRIPS δεν περιλαμβάνει διατάξεις που να αναγνωρίζουν τη συμβολή και την ιδιαίτερη φύση της παραδοσιακής γνώσης. Όμως και η Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα (CBD) περιορίζει με κανονισμούς τη Βιοπειρατία μόνο στις περιπτώσεις που δεν έχει προηγηθεί διακανονισμός ανάμεσα στον αρχικό κάτοχο π.χ. ιθαγενείς στην Αφρική και στην ενδιαφερόμενη εταιρεία. Αν υπάρχει δηλαδή «ενημερωμένη συγκατάθεση» οι παράπλευρες επιπτώσεις της Βιοπειρατίας διαγράφονται.
Η Βιοπειρατία αποτελεί βασική διάσταση της αξιολόγησης και των κοινωνικών διεργασιών του σύγχρονου καπιταλισμού. Τα Πνευματικά Δικαιώματα παγκοσμιοποιούνται. Χώρες που μέχρι πριν μερικά χρόνια δεν είχαν νομοθεσίες για τα Πνευματικά Δικαιώματα υποχρεούνται πλέον μέσω διεθνών κανονισμών να θεσμοθετήσουν νομικά πλαίσια. Αυτή η εξέλιξη είναι μέρος της επέκτασης του καπιταλιστικού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου. Οι καπιταλιστικές αγορές εξαρτώνται από αντίστοιχα νομικά πλαίσια και τα Πνευματικά Δικαιώματα είναι μέρος τους. Έτσι ο καπιταλισμός εισβάλλει και σε τομείς, οι οποίοι είχαν δικές τους εσωτερικές ρυθμίσεις και δεν υπέκυπταν στους κανόνες της παγκόσμιας αγοράς.
(Απόσπασμα από το βιβλίο "περί κενών δαιμονίων" της ομάδας αυτομόρφωσης ενάντια στην βιοτεχνολογία της κυριαρχίας)
Το ερώτημα που τίθεται από την κυριαρχία είναι κατά πόσο η παραδοσιακή γνώση αποτελεί ένα ουσιαστικό εργαλείο στην διαδικασία παραγωγής ενός νέου προϊόντος, οπότε και θα έπρεπε να αμείβεται σαν ένας ακόμα συντελεστής παραγωγής. Οι εταιρίες κεφαλαιοποιούν τις επενδύσεις τους όταν μια βελτιωμένη ποικιλία βγει στο εμπόριο. Παρά το γεγονός όμως ότι οι εταιρίες γεωργικών εφοδίων και τα ερευνητικά ιδρύματα λειτουργούν αυστηρά κάτω από τους νόμους της αγοράς και προστατεύουν τα προϊόντα τους, δεν ακολουθούν την ίδια τακτική κατά την απόκτηση απαραιτήτων πληροφοριών και γενετικού υλικού από τους μικροκαλλιεργητές. Οι μικροκαλλιεργητές δεν αποζημιώνονται, γεγονός που αγνοεί επιδεικτικά το ότι η παραδοσιακή γνώση εξοικονομεί χρόνο και χρήμα στη βιομηχανία της σύγχρονης βιοτεχνολογίας, παρέχοντας ενδείξεις για την ανάπτυξη χρήσιμων προϊόντων. Στην περίπτωση μάλιστα εμπορικής χρήσης προϊόντων που ενσωματώνουν μορφές παραδοσιακής γνώσης, οι παραδοσιακές κοινότητες υφίστανται διπλή ζημιά. Από τη μια δεν μοιράζονται τα οικονομικά οφέλη τα οποία καρπώνεται ο κάτοχος της πατέντας και από την άλλη η απομόνωση και ενσωμάτωση σε ένα τελικό προϊόν συγκεκριμένων ιδιοτήτων ενδημικών σε αναπτυσσόμενες χώρες φυτικών ειδών, συχνά οδηγούν σε μείωση της ζήτησης του ίδιου φυτικού είδους. Η συλλογική γνώση αντιμετωπίζεται από τις εταιρίες σαν κάτι δεδομένο και αυθύπαρκτο, από το όποιο μπορούν να αποκομισθούν κέρδη, ασκώντας μονοπωλιακό έλεγχο πάνω σε ολόκληρες ομάδες πληθυσμών. Σε χώρες όπως η Ινδία οι αγρότες που κατέχουν την παραδοσιακή γνώση και προσπαθούν να βελτιώσουν τις παραδοσιακές πρακτικές καλλιέργειας είναι αυτοί που οι διάφορες αγροτικές πολιτικές προσπαθούν να εξαναγκάσουν ώστε να προσαρμόσουν τα συστήματα αυτά στη σύγχρονη γεωργική τεχνολογία.
Και ενώ η Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα αναγνωρίζει την ύπαρξη και τη συμβολή της παραδοσιακής γνώσης, δηλώνοντας ότι όλα τα μέλη οφείλουν να σέβονται και να διατηρούν τη γνώση, τις καινοτομίες και τις πρακτικές τοπικών κοινωνιών…..η συμφωνία TRIPS δεν περιλαμβάνει διατάξεις που να αναγνωρίζουν τη συμβολή και την ιδιαίτερη φύση της παραδοσιακής γνώσης. Όμως και η Σύμβαση για την Βιοποικιλότητα (CBD) περιορίζει με κανονισμούς τη Βιοπειρατία μόνο στις περιπτώσεις που δεν έχει προηγηθεί διακανονισμός ανάμεσα στον αρχικό κάτοχο π.χ. ιθαγενείς στην Αφρική και στην ενδιαφερόμενη εταιρεία. Αν υπάρχει δηλαδή «ενημερωμένη συγκατάθεση» οι παράπλευρες επιπτώσεις της Βιοπειρατίας διαγράφονται.
Η Βιοπειρατία αποτελεί βασική διάσταση της αξιολόγησης και των κοινωνικών διεργασιών του σύγχρονου καπιταλισμού. Τα Πνευματικά Δικαιώματα παγκοσμιοποιούνται. Χώρες που μέχρι πριν μερικά χρόνια δεν είχαν νομοθεσίες για τα Πνευματικά Δικαιώματα υποχρεούνται πλέον μέσω διεθνών κανονισμών να θεσμοθετήσουν νομικά πλαίσια. Αυτή η εξέλιξη είναι μέρος της επέκτασης του καπιταλιστικού οικονομικού και κοινωνικού μοντέλου. Οι καπιταλιστικές αγορές εξαρτώνται από αντίστοιχα νομικά πλαίσια και τα Πνευματικά Δικαιώματα είναι μέρος τους. Έτσι ο καπιταλισμός εισβάλλει και σε τομείς, οι οποίοι είχαν δικές τους εσωτερικές ρυθμίσεις και δεν υπέκυπταν στους κανόνες της παγκόσμιας αγοράς.
(Απόσπασμα από το βιβλίο "περί κενών δαιμονίων" της ομάδας αυτομόρφωσης ενάντια στην βιοτεχνολογία της κυριαρχίας)