13/3/08


ΜΙΚΡΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΙΑΤΡΙΚΗΣ
Σαν παιδιά του σωλήνα, σε μια πρώτη προσέγγιση στο θέμα της βιοτεχνολογίας είχαμε αντιμετωπίσει το ζήτημα της εφαρμογής της στην αγροτική παραγωγή. Το θέμα της βιοϊατρικής, ως δεύτερο βήμα είναι κεντρικό ζήτημα για εμάς, γιατί η ιατρική είναι αναπόσπαστο κομμάτι της κυριαρχίας εδώ και τουλάχιστον 900 χρόνια και αποκτά «αντικειμενικά» επιστημονική υπόσταση μόλις τα τελευταία χρόνια με την ανάπτυξη της μοριακής βιολογίας και της βιοτεχνολογίας.

Αναφορικά με την ιατρική κρίναμε σκόπιμο να μιλήσουμε αρχικά για την κλασσική/συμβατική της έκφραση, γιατί είναι σημαντικό να προβληματιστούμε με το οικοδόμημα που έχει ανεγερθεί εδώ και μια χιλιετία και μετέπειτα με την αιχμή του, που από τη μία θεωρούμε ότι είναι «φυσική» συνέπεια και από την άλλη αναγκαία συνθήκη, έτσι ώστε το παραπάνω οικοδόμημα να μην καταρρεύσει αλλά να συνεχίσει να επιτελεί τον κοινωνικό-πολιτικό του ρόλο.
Θα προσπαθήσουμε δηλαδή να αναδείξουμε το “δηλητηριώδες” χαρακτήρα μιας τεχνικής ή μιας τέχνης όταν από μέσο που είναι αξιώνει μια υπόσταση ερμηνευτικής πλατφόρμας, όταν από απαύγασμα κριτικής γνώσης που θα μπορούσε να είναι μετατρέπεται σε εφαρμοσμένο δόγμα και από προσπάθεια διαύγασης σε μοναδική εξορθολογισμένη αλήθεια, pravda. Γιατί η ιατρική ήταν ίσως η πρώτη προαναγεννησιακή προσπάθεια προσδιορισμού του σώματος ως υλικού άξιου παρατήρησης και προσοχής, κούρας, μόνο που ενέδωσε πολύ γρήγορα στους πειρασμούς της εξουσίας, της οποίας και έγινε αναπόσπαστο και άκρως απαραίτητο και λειτουργικό κομμάτι.
Είχαμε υποστηρίξει σε παλαιότερη παρέμβασή μας πως ένας από τους μύθους της κουλτούρας μας είναι πως η επιστήμη βρίσκεται στην υπηρεσία της ανθρωπότητας. Ότι πρόκειται δηλ. για ιδεολογία που νομιμοποιεί την εξουσία και εκπαιδεύει τους ανθρώπους στο να την αποδέχονται και αυτό παρά το γεγονός πως τώρα πια κανείς δεν πιστεύει στην ουδετερότητα της επιστήμης, στο ότι είναι πέρα και πάνω από κάθε επιρροή και συνενοχή ιστορικού και πολιτικού χαρακτήρα. Μέσα σε αυτή τη μυθολογική αντίληψη η ιατρική κατέχει μια ξεχωριστή θέση.
Ανατρέχοντας λοιπόν στην ιστορία της θα δούμε ότι μέχρι τον 12-13 αιώνα η ιατρική δεν χαρακτηρίζονταν ως επιστήμη αλλά ως θεραπευτική τέχνη. Εξάλλου επί 8 συνεχείς αιώνες από τον 5 μέχρι τον 13 αιώνα η εκκλησία με τις υπερβατικές ή εξωγήινες αλλά και αντιϊατρικές θέσεις της είχε εμποδίσει την ανάπτυξη της ιατρικής ως αξιοσέβαστο επάγγελμα. Η επαφή με τον αραβικό κόσμο και η ίδρυση του πανεπιστημίου της Μπολόνια το 1119 είχαν σαν συνέπεια μια κάποια ώθηση των γραμμάτων γενικά. Στην πόλη της Μπολόνια η ιατρική και θεραπευτική τέχνη (Ars Medendi et curandi) διαχωρίστηκε ως επιστήμη από τη θεολογία , τη φιλοσοφία και το δίκαιο. Είναι η αρχή μιας νέας εποχής γιατί όπως πολύ σωστά επισημαίνει ο I. Illich «η Μπολόνια δίνοντας την πανεπιστημιακή αυτονομία στην ιατρική γνώση έθεσε τις βάσεις μιας κοινωνικής επιχείρησης αρκετά διφορούμενης και ενός θεσμού που προοδευτικά έκανε να ξεχαστούν τα όρια μέσα στα οποία πρέπει να αντιμετωπίζουμε τον πόνο αντί να τον εξουδετερώνουμε, να αποδεχόμαστε το θάνατο αντί να τον απωθούμε». Στη συνέχεια και άλλα πανεπιστήμια δημιούργησαν τμήματα ιατρικής τα οποία παρακολουθούσαν εύποροι νεαροί αφιερωμένοι στην εκμάθηση της νέας επιστήμης. Η εκκλησία βέβαια από τη μεριά της επέβαλε στενούς και αυστηρούς ελέγχους στο νέο επάγγελμα επιτρέποντας την ανάπτυξη του μόνο μέσα στο πλαίσιο και στο όριο που καθόριζε η καθολική πίστη. Έτσι στους γιατρούς που τελείωναν το πανεπιστήμιο δεν επιτρέπονταν να ασκήσουν το επάγγελμα χωρίς την παρουσία ενός παπά, ο οποίος τους βοηθούσε και τους συμβούλευε, ούτε και να συνδράμουν κάποιον άρρωστο αν αυτός αρνούνταν την εξομολόγηση. Στην εκπαίδευση των γιατρών του προχωρημένου μεσαίωνα δεν υπήρχε τίποτα που θα μπορούσε να έρθει σε σύγκρουση ή αντιδιαστολή με την καθολική πίστη όπως ελάχιστες ήταν και οι πρακτικές και οι αντιλήψεις που θα μπορούσαν σήμερα να αναγνωριστούν ως επιστήμη. Οι φοιτητές ιατρικής μελετούσαν επί σειρά ετών Πλάτωνα, Αριστοτέλη και χριστιανική θεολογία, ενώ οι ιατρικές τους γνώσεις περιορίζονταν σε κάποια έργα του Γαληνού που ασχολούνταν με τις «ιδιοσυγκρασίες» και τους «χαρακτήρες».Έτσι ο μελαγχολικός ήταν φθονερός και ο αιματώδης πράος κ.α. Κατά την φοίτηση δεν υπήρχε επαφή με ασθενείς, ενώ η χειρουργική που θεωρούνταν υποτιμητική και δουλοπρεπής ήταν εντελώς διακριτή από την ιατρική. Η στάση ενός γιατρού μπροστά σε έναν ασθενή ουσιαστικά δεν διέφερε από οποιαδήποτε προκατάληψη της εποχής. Οι αφαιμάξεις του ‘κακού αίματος’ ήταν στην ημερήσια διάταξη ενώ η εφαρμογή των βδελών ακολουθούσε ωρολόγιο πρόγραμμα. Οι ιατρικές θεωρίες στηρίζονταν περισσότερο στη «Λογική» παρά στην παρατήρηση. Κάποιες τροφές παρήγαγαν κοκκινωπή χολή (σινάπι, σκόρδο) και άλλες μαύρη (φακές, λάχανο). Μια συνηθισμένη κούρα για την Λέπρα ήταν ζωμός από κρέας μαύρου φιδιού - λαφιάτη που είχε όμως πιαστεί σε άγονο και πετρώδες έδαφος. Αυτή ήταν η κατάσταση της ιατρικής επιστήμης τις παραμονές και κατά την διάρκεια του διωγμού των λαϊκών θεραπευτών ή καλύτερα θεραπευτριών, γνωστότερου ως κυνήγι μαγισσών. Κύρια κατηγορία εναντίον τους ήταν βέβαια η άσκηση της μαγείας.
Στον αντίποδα της πανεπιστημιακής ιατρικής που απευθύνονταν αποκλειστικά στις εύπορες τάξεις υπήρχε μια άλλη ιατρική με βαθύτερες ρίζες που χάνονται στο χρόνο. Πρόκειται για την λαϊκή ιατρική, για την θεραπευτική τέχνη που κάλυψε στους αιώνες, για τον δυτικό κόσμο τουλάχιστον μέχρι και τον 18 αιώνα, τις βασικές ανάγκες περίθαλψης των μαζών, του λαού, του κόσμου, των πραγματικών ανθρώπων.
Κύριοι εκπρόσωποι/εκφραστές αυτής της ιατρικής, αυτής της τέχνης (μια τέχνη με πολύ περισσότερα επιστημονικά στοιχεία όπως η παρατήρηση, ο πειραματισμός και η ανταλλαγή εμπειριών), οι γυναίκες. Οι γυναίκες θα μπορούσε να πει κανείς ήταν από πάντα θεραπεύτριες. Ήταν οι πρώτες γιατροί και ανατόμοι της δυτικής ιστορίας. Ήξεραν να προκαλούν εκτρώσεις και να νοσηλεύουν ασθενείς. Ήταν οι πρώτες φαρμακοποιοί καθώς γνώριζαν την καλλιέργεια των ιαματικών βοτάνων και αντάλλασαν τα μυστικά της χρήσης τους. Ήταν οι μαίες που πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι και από χωριό σε χωριό. Για αιώνες ήταν οι γιατροί χωρίς πτυχίο αποκλεισμένες από τα βιβλία και την επίσημη επιστήμη. Μαθαίνανε μέσω της αμοιβαιότητας και της μετάδοσης της εμπειρίας τους από γειτόνισσα σε γειτόνισσα και από μάνα σε κόρη. Ο λαός της αποκαλούσε οι σοφές και οι αρχές μάγισσες και τσαρλατάνες. Είτε μας αρέσει είτε όχι η ιατρική είναι μέρος της ιστορίας των γυναικών είναι δικιά τους κληρονομιά. Αυτές οι σοφές ή μάγισσες είχαν στη διάθεση τους εκατοντάδες γιατρικά δοκιμασμένα για πολλά χρόνια. Πολλά από τα βότανα που ανακάλυψαν και χρησιμοποιούσαν κατέχουν εξέχουσα θέση στην μοντέρνα φαρμακολογία. Διαθέτανε αναλγητικά ηρεμιστικά χωνευτικά. Χρησιμοποιούσανε την segale cornuta στους τοκετούς για την επιτάχυνση των σπασμών, όταν η εκκλησία υποστήριζε ότι πρόκειται για θεϊκή τιμωρία εξαιτίας τους προπατορικού αμαρτήματος της Εύας. Η segale cornuta χρησιμοποιείται ως βάση για την παραγωγή της συνθετικής οξυτοκίνης με την ίδια ακριβώς χρήση. Χρησιμοποιούσαν τη belladonna όπως χρησιμοποιείται και σήμερα ως σπασμολυτικό προς αποφυγή των συσπάσεων της μήτρας όταν υπήρχε κίνδυνος πρόωρου τοκετού. Χρησιμοποιούσαν τη δακτυλίτιδα, που είναι ακόμα και σήμερα πολύ σημαντική για τις καρδιοπάθειες. Πολλές βέβαια από τις θεραπείες τους ήταν καθαρή μαγεία και η επιτυχία τους οφείλονταν στην υποβολή. Ας μην ξεχνάμε ότι και σήμερα το 25% περίπου των Ευρωπαίων θεραπεύονται με placebo.
Από την άλλη οι επιστήμονες γιατροί κάνανε προγνώσεις με βάση την αστρολογία ενώ οι αλχημιστές προσπαθούσαν να μετατρέψουν το μόλυβδο σε χρυσό. Αυτή η διαφορετική μεθοδολογία των μαγισσών/θεραπευτριών αποτελούσε μεγάλη απειλή για την εκκλησία (τόσο την καθολική όσο και την προτεσταντική) και μάλιστα τόσο πιο μεγάλη όσο πιο σημαντικά ήταν τα αποτελέσματα που επιτυγχάνονταν. Και αυτό γιατί η θεραπεύτρια στηρίζονταν στην εμπειρία, βασίζονταν στις αισθήσεις της και όχι στην πίστη και στο δόγμα της. Πίστευε στην επίτευξη ενός στόχου μέσω της δοκιμής και του λάθους στην σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Η συμπεριφορά της δεν ήταν παθητική όπως επέβαλε ή θα ήθελε η εκκλησιαστική αρχή αλλά ενεργή όπως αρμόζει στην έρευνα. Η εκκλησία αντιθέτως ήταν αντιεμπειρική, θεωρούσε χωρίς καμιά αξία τον υλικό κόσμο και δυσπιστούσε απέναντι στις αισθήσεις.
Δεν υπήρχε κανένας λόγος αναζήτησης των νόμων που διέπουν τα φυσικά φαινόμενα γιατί εξάλλου οι αισθήσεις και η νόηση ήταν πάντα υπό την εξουσία του δαιμονίου. Οι μάγισσες λοιπόν αντιπροσώπευαν μια πολιτική θρησκευτική αλλά και σεξουαλική απειλή για την καθολική και την προτεσταντική εκκλησία όπως και για το κράτος. Απειλή που αντιμετωπίστηκε με μια πραγματική εκστρατεία τρόμου, το κυνήγι των μαγισσών, διάρκειας τεσσάρων αιώνων, ενάντια στον αγροτικό πληθυσμό κυρίως θηλυκού γένους. Το 85% των εκατοντάδων χιλιάδων κατά άλλους εκατομμυρίων θυμάτων ήταν γυναίκες όλων των ηλικιών. Τις παραμονές της έναρξης του κυνηγιού οι πανεπιστημιακοί ιατροί μέσω χρηματικών και ποινών φυλάκισης πέτυχαν την νομική απαγόρευση της άσκησης της θεραπευτικής από μη επαγγελματίες.
Στην προκειμένη δεν υπήρχε κανένα ενδιαφέρον για τις λαϊκές θεραπεύτριες, αφού αυτές ασχολούνταν αποκλειστικά με την πλέμπα, τους «υπανθρώπους». Το πρόβλημα ήταν ενδοταξικό και εντοπίζονταν στις καλλιεργημένες εύπορες θεραπεύτριες των αστικών κέντρων που αν και αποκλεισμένες από τα πανεπιστήμια κατείχαν πραγματική και διαφορετική γνώση και κατά συνέπεια και καλύτερη πελατεία. Ήταν «οι ανάξιες και αλαζωνικές γυναίκες που υφαρπάζουν το επάγγελμα». Το κυνήγι των μαγισσών κατέστη εφικτό μέσω της συμμαχίας εκκλησίας – κράτους και ιατρικού επαγγέλματος. Κατά τη διεξαγωγή των δικών της Ιεράς Εξέτασης ο γιατρός ήταν ο «ειδικός» που έπρεπε να δώσει το επιστημονικό στίγμα στην όλη διαδικασία. Να υποδείξει υπό το καθεστώς του όρκου δηλ. επιστημονικά, ποιες γυναίκες μπορούσαν να κατηγορηθούν ως μάγισσες και ποιες αρρώστιες ήταν αποτέλεσμα μαγικών πρακτικών. Στο βιβλίο “Maleus maleficarum” το βασικό εγχειρίδιο αναζήτησης του κακού αναφέρεται ενδεικτικά « κι αν κάποιος διερωτάται πως είναι δυνατόν να διακρίνουμε μεταξύ των ασθενειών που προκαλούνται από φυσικά αίτια και αυτών που προκαλούνται από τη μαγεία απαντάμε πως αυτό επαφίεται στην κρίση του γιατρού». Η εκκλησία σε αυτές τις δίκες νομιμοποίησε την επαγγελματικότητα των γιατρών. Η διάκριση ανάμεσα στην «γυναικεία» προκατάληψη και την «ανδρική» ιατρική κωδικοποιήθηκε από τους ρόλους που έπαιζαν κατά την διάρκεια των δικών ο γιατρός και η μάγισσα. Αυτές οι δικαστικές παραστάσεις έθεσαν τον άνδρα γιατρό σε ένα επίπεδο πνευματικό και ηθικό ξεκάθαρα ανώτερο από αυτό της γυναίκας θεραπεύτριας. Τοποθετήθηκε δίπλα στο θεό και το νόμο, έγινε επαγγελματίας ισότιμος με το δικηγόρο και το θεολόγο, ενώ συνηγορούσε στην καταδίκη της γυναίκας στην πλευρά του ερέβους, του κακού και της μαγείας. Η νέα κοινωνική της θέση δεν προήλθε από ιατρικά και επιστημονικά αποτελέσματα αλλά από την εκκλησία και το κράτος. Το κυνήγι των μαγισσών ήταν ένα αιματηρό επεισόδιο, μιας μεγάλης και αιματηρής πάλης μεταξύ των δύο φύλλων, της πάλης των τάξεων, όχι με την μαρξιστική έννοια. Η φυσική εξόντωση των γυναικών θεραπευτριών δεν ήταν αποτέλεσμα της Μαρξιστικής πάλης των τάξεων, δηλ. της πάλης διαφορετικών οικονομικά κοινωνικών τάξεων, αλλά αποτέλεσμα της επιβολής ενός νέου συλλογικού φαντασιακού στην προσπάθεια ανάκλυσης στην τάξη του μεσαιωνικού χωριού που στην καθημερινότητά του είχε αρχίσει να αυτοοργανώνεται και να δημιουργεί μια άλλη οικονομία και άλλου είδους κοινωνικές σχέσεις. Σήμαινε την καταστροφή της υποκουλτούρας και της δύναμης των γυναικών και κατά συνέπεια του λαού και την αντικατάστασή τους από έναν θεσμό, άμεση έκφραση της εξουσίας. Ένας θεσμός άμεσος συνεχιστής του εκκλησιαστικού μισογυνισμού που χρησιμοποίησε τη γυναικεία σεξουαλικότητα ήδη παρανοημένη, καταπιεσμένη και κατεσταλμένη, ενάντια στη γυναίκα για να την αποκλείσει κοινωνικά, τώρα πια όχι μόνο για θρησκευτικούς λόγους αλλά και στο όνομα μιας νέας επιστήμης, της ιατρικής. Αυτό δεν σημαίνει ότι η ιατρική και η βιολογία καθόρισαν τον κοινωνικό ρόλο των γυναικών, αλλά ότι περιορίστηκαν στο να τον ερμηνεύσουν ως βιολογικό δηλ. φυσικό τους προορισμό. Η γυναικεία σεξουαλικότητα αν αποσκοπεί στην αναπαραγωγή του είδους θεωρείται προστατεύομενη και αδιαμφισβήτητη αν όμως ξεφεύγει από αυτό το σχήμα θεωρείται παθολογία και ανηθικότητα. Αυτή η επιτρεπόμενη σεξουαλικότητα, η αναπαραγωγική λειτουργία, εξανάγκασε τη γυναίκα στο ρόλο της συζύγου μητέρας και της αιώνιας άρρωστης που λόγω της περιοδικότητας φυσιολογικών λειτουργιών της έχει ανάγκη από συνεχή ιατρική φροντίδα. Η μοίρα της γυναίκας είναι η βιολογίας της. Με φωτιά και τσεκούρι λοιπόν κατακτήθηκε το μονοπώλιο μιας επιστήμης με ιδιαίτερη σημασία για τον κοινωνικό έλεγχο. Κατάφερε να επιβληθεί αλλά όχι βάση επιστημονικών κριτηρίων παρά τις αξιώσεις για μέγιστη συμβολή στη εκρίζωση των βασικών μολυσματικών ασθενειών ή στην αύξηση του μέσου όρου του προσδόκιμου ζωής.
Μέχρι το 1930 οι κύριες θεραπευτικές αγωγές παρέμειναν οι αφαιμάξεις, τα καθαρτικά και οι ακρωτηριασμοί. Οι υποτιθέμενες επιτυχίες της ιατρικής τον 20° αιώνα θα της προσδώσουν μια ξεχωριστή θέση στον επιστημονικό κόσμο και θα επιτρέψουν την αναγωγή της στη θέση της θρησκείας. Θα γίνει δηλαδή η νέα υπόσχεση της νίκης κατά του θανάτου, η επαγγελία της καλής υγείας. Η υγεία θεαματικοποιείται και η ζωή ιατρικοποιείται. Οι μόνοι δηλ. που μπορούν να έχουν άποψη σε θέματα υγείας είναι οι γιατροί οι οποίοι είναι οι μόνοι που κατέχουν και την εμπορική εκμετάλλευση καθώς και το όραμα.
«Το όραμα μερικών ανθρώπων και οι δυνάμεις της αγοράς ωθούν στην ανάπτυξη και στη διάδοση των νέων τεχνολογιών»