ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ 9 ΤΟΥ TARNAC
Άρθρο της εφημερίδας Le Monde στις 21 Νοέμβρη 2008
Όταν ο 27χρονος Mathieu B. θυμάται τη σύλληψή του, του έρχεται μια εικόνα, ταυτόχρονα κωμική και τραγική, των ανδρών της αντιτρομοκρατικής αστυνομικής δύναμης με μάσκες του σκι, που “έψαχναν για εκρηκτικά στα βάζα της μαρμελάδας της μητέρας μου.” Ως πρόσφατα μεταπτυχιακός φοιτητής κοινωνιολογίας στην ξακουστή Σχολή Προχωρημένων Μελετών στις Κοινωνικές Επιστήμες (EHESS), είναι ένας από τους εννιά νεαρούς, που είχαν συλληφθεί στις 11 Νοέμβρη 2008 και κατηγορούνται για “σύσταση εγκληματικής ομάδας συνδεόμενης με τρομοκρατικές επιχειρήσεις.” Πέντε απ’ αυτούς – “ο σκληρός πυρήνας” κατά το κατηγορητήριο – κατηγορούνται επίσης και για “συνωμοσία για την καταστροφή των σιδηροδρομικών γραμμών με τρομοκρατικές πράξεις,” δηλαδή, για το διαβόητο σαμποτάζ των γραμμών του SNCF.
Αυτή δεν ήταν η περίπτωση του Mathieu. Απελευθερώθηκε μετά από δικαστικό έλεγχο και μετά από τέσσερις μέρες κράτησης μαζί με τρεις άλλους από τους κρατούμενους. Για τις ατέλειωτες ώρες της ανάκρισης, θυμάται τα εξής: “Είμαστε οι κολλητοί σας. Θα ψοφήσετε στη φυλακή. Συμφωνούμε μαζί σας. Τα μυαλά σας είναι σκατά, γιατί διαβάζετε βιβλία. Θα σας φέρουμε κανένα σάντουιτς. Δεν θα ξαναδείτε τα παιδιά σας.” Όταν ήρθαμε σ’ επαφή μαζί του, ζήτησε λίγο χρόνο για να σκεφθεί γι’ αυτά, επειδή “αυτό το είδος των εμπειριών είναι πολύ δύσκολο να περιγραφεί.”Σαν αυτόν, οι περισσότεροι από τους εννέα συλληφθέντες είναι λαμπροί φοιτητές με πολλά πτυχία. Όλοι τους φακελωμένοι από την αστυνομία, σύμφωνα με την κυρία Υπουργό Εσωτερικών Michele Alliot-Marie, σαν μέλη “ακρο-αριστερών, αναρχο-αυτόνομων κινημάτων.” Ο Julien Coupat, 34 χρονών, παρουσιάσθηκε από την αστυνομία σαν ο αρχηγός και το όνομά του πήρε γρήγορα μια ευρεία δημοσιότητα ως απόφοιτου μιας μεγάλης σχολής οικονομικών, της Essec, και μετά κάτοχου μεταπτυχιακού, προτού ξεκινήσει το διδακτορικό του στην EHESS πάνω στην ιστορία και τον πολιτισμό. Σύμφωνα με τον πατέρα του, προετοιμαζόταν να γραφεί στην ιατρική σχολή. Η σύντροφός του Yldune L, 25 χρονών, κόρη καθηγητού πανεπιστήμιου, είχε τελειώσει με διακρίσεις τις μεταπτυχιακές σπουδές της στην αρχαιολογία. Ο Benjamin R., 30 χρονών, σπούδασε Πολιτική Επιστήμη στο Πανεπιστήμιο της Rennes κι έκανε ένα χρόνο στο Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου σπουδάζοντας κοινωνιολογία της ανάπτυξης και περιβαλλοντική υπευθυνότητα. Οι μικρότεροι της ομάδας, η Elsa H., 23 χρονών, κι ο Bertrand D., 22 χρονών, κάνουν μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Rouen πάνω στην αγγλική φιλολογία και την κοινωνιολογία, αντίστοιχα. Οι άλλοι τρεις είναι διαφορετικοί: η Gabrielle H., 29 χρόνων, φοιτήτρια νοσηλευτικής από το Σεπτέμβρη, η Mannon G., 25 χρόνων, μουσικός, πρώτο βραβείο κλαρινέτου στο ωδείο της, κι η Aria T., 26 χρόνων, ηθοποιός που είχε παίξει το ρόλο μιας εξεγερμένης έφηβης στη δημοφιλή Ελβετική κωμική σειρά Les Pique-Meurons.
Όλοι τους έχουν πολύ καλές σχέσεις με τις οικογένειές τους. Οι γονείς τους, ένας διευθυντής φαρμακευτικού εργαστήριου, ένας γιατρός, ένας μηχανικός, ένας καθηγητής πανεπιστήμιου, ένας δάσκαλος, όλοι τους της μεσαίας τάξης, τους επισκέπτονται καθημερινά. Η Yldune, φοιτήτρια αρχαιολογίας, που κρατείται φυλακισμένη, αφότου κλήθηκε για ανάκριση στις 15 Νοέμβρη, ζει ακόμη με τον πατέρα και τη μητέρα της. Επομένως, καμιά οικογενειακή ρήξη. Όμως, όλοι τους ήσαν αποφασισμένοι να ζουν κάτω από κανόνες διαφορετικούς από του μεσο-αστικού περιβάλλοντός τους, μακριά από την κοινωνία της εμπορευματοποίησης.Μια μέρα το 2003, αναζητώντας ένα “όχι πολύ ακριβό” αγρόκτημα, ο Julien Coupat εμφανίζεται στο γραφείο του Jean Plazanet, τον καιρό εκείνο, κομουνιστή δήμαρχου του χωριού Tarnac, πληθυσμού 335 ατόμων, στο οροπέδιο των Millevaches στην περιοχή Correze. Η υπόθεση κλείνει αμέσως: ένα σπίτι, βοηθητικά κτίρια και 4 στρέμματα γης. Το όνομα της φάρμας είναι Le Goutailloux. “Στη συνέχεια, είδα να φθάνει μια ομάδα νεαρών ατόμων, όλοι πολύ συμπαθητικοί κι εξυπηρετικοί,” διηγείται ο Jean Plazanet. Ξανανοίγουν το μπακάλικο του χωριού. Ο Benjamin R. αναλαμβάνει τη διεύθυνση, έχοντας μια προηγούμενη εμπειρία αναζωογόνησης χώρων εναλλακτικών τρόπων ζωής, καθώς είχε ασχοληθεί με την κατάληψη της l'Ekluserie στην Rennes. Είναι ο πιο οικολογικά ευαισθητοποιημένος της ομάδας. Από 16 ως 19 χρονών, εργαζόταν εθελοντικά σ’ οργανώσεις για την προστασία του νερού, των θηραμάτων, των πτηνών, της ενυδρίδας κ.λπ. Για κάποιο διάστημα διετέλεσε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Νεαρών Πράσινων.
Στο Tarnac, η ομάδα αρχίζει να εκτρέφει πρόβατα, κοτόπουλα και πάπιες και να πηγαίνει τρόφιμα στους ηλικιωμένους της περιοχής. “Δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι ένας από τους στόχους ήταν να βρούμε και να δώσουμε τα υλικά και συναισθηματικά μέσα, για να δραπετεύσουμε από την τρέλα της πόλης, για να αναπτύξουμε νέους τρόπους κοινής διανομής,” λεει ο Mathieu B. Αποφεύγουν τη μισθωτή εργασία, απορρίπτουν το καπιταλιστικό σύστημα και την υπερκατανάλωση. Χωρίς συμβιβασμούς, απαγορεύουν στους εαυτούς τους να χρησιμοποιούν τα κινητά τηλέφωνα. Λένε ότι το κάνουν, γιατί αρνούνται να γίνονται εξαρτημένοι. Η αστυνομία λεει, γιατί θέλουν να μένουν κρυμμένοι. Όπως εκτιμούν φίλοι και δίκτυα πολιτών, μέσα στα γραπτά τους, τα διαβάσματά τους, τη συμπεριφορά τους, υπάρχει έκδηλη μια ριζοσπαστικότητα. Όλα αυτά μεταφράζονται σε συγκεκριμένα έργα, υποψιάζονται οι διωκτικές αστυνομικές αρχές, που τους παρακολουθούν από την άνοιξη κι ισχυρίζονται ότι έχουν εντοπίσει δυο απ’ αυτούς να βρίσκονται κοντά σ’ ένα από τους σταθμούς ψηλής τάσης για τον εφοδιασμό μ’ ηλεκτρική ενέργεια των σιδηροδρομικών γραμμών τη νύχτα της 8ης Νοέμβρη 2008. Ο εισαγγελέας του Παρισιού Jean-Claude Marin μιλά για “τετελεσμένες επιθέσεις.”“Είμαι κομμουνιστής της εποχής της Κομούνας του Παρισιού,” είπε κάποτε στον πατέρα του ο Julien Coupat. Κι οι εννιά τους περνούν πολλές ώρες διαβάζοντας και γράφοντας, αλλά και ταξιδεύοντας. Κάποιοι απ’ αυτούς ταξιδεύουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να επισκεφθούν πολιτικές καταλήψεις, να συμμετάσχουν σε διαδηλώσεις ενάντια στους G8 ή σ’ άλλες Ευρωπαϊκές διασκέψεις κορυφής. Στις 3 Νοέμβρη, πολλοί απ’ αυτούς πήγαν στο Vichy κατά τη διάρκεια της Ευρωπαϊκής Υπουργικής Σύνοδου για τη Διεύρυνση της ΕΕ των 27. Οι εκεί διαδηλώσεις είχαν τελειώσει με συγκρούσεις με την αστυνομία. Το Tarnac δεν είναι ο τόπος της μόνιμης διαμονής του Julien Coupat, όπου πριν τρία χρόνια είχε γεννηθεί η κόρη που έχει με την Gabrielle H. Στο Παρίσι συχνάζει σε κύκλους διανοούμενων. Έχει αναπτύξει μεγάλους δεσμούς με τον φιλόσοφο Giorgio Agamben, τον οποίον είχε πρωτοσυναντήσει σ’ ένα σεμινάριο. Ο φιλόσοφος τον είχε βοηθήσει στην έκδοση του περιοδικού του Tiqqun στην Ιταλία, βρίσκοντάς του έναν ιταλό εκδότη. Ο Julien Coupat ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής αυτού του περιοδικού, που έβγαινε για μια μικρή περίοδο κι ήταν επηρεασμένο από τους καταστασιακούς. "Μετέχει στο μετα-καταστασιακό κίνημα και συμμερίζεται τη γλώσσα του, έχοντας εξαιρετικές γνώσεις πάνω στον Guy Debord,” τονίζει ο Luc Boltanski, διευθυντής σπουδών του EHESS. “Ήταν ένας λαμπρός φοιτητής, ένα εξαιρετικά ευγενικό άτομο,” συνεχίζει ο κοινωνιολόγος, ο οποίος έχει μια τιμητική ονομαστική αναφορά στον Coupat στον πρόλογο του βιβλίου του Το Νέο Πνεύμα του Καπιταλισμού (που συνέγραψε με την Eve Chiapello κι εκδόθηκε από τον οίκο Gallimard το 1999). “Είναι ο τύπος του άνθρωπου που γνωρίζει περισσότερα από τους καθηγητές του,” μας διαβεβαιώνει ο φίλος του, εδώ και 6 χρόνια, Eric Hazan. “Γι’ αυτόν, οι τρόποι δράσης και τα λόγια του παρελθόντος πρέπει να εγκαταλειφθούν. Δεν είναι ένας θεωρητικός φιλόσοφος.” Ο Παριζιάνος αυτός εκδότης έχει εκδώσει την L'insurrection qui vient – Εξέγερση που έρχεται (εκδόσεις La Fabrique, 2007), έργο υπογραφόμενο από την “Αόρατη Επιτροπή,” κάτι φυσικά που τράβηξε την περιέργεια της αστυνομίας για πολλούς μήνες. Γραμμένο στο στυλ των άλλων καταστασιακών έργων, το βιβλίο έλκεται από τους ξεσηκωμούς. Σ’ αυτό, η δολιοφθορά στα τρένα TGV αναφέρεται σαν ένας τρόπος παρεμπόδισης της οικονομικής μηχανής και δημιουργίας ενός “αναζωογονητικού” χάους.
Ο Julien Coupat χαρακτηρίσθηκε ως ο κύριος συγγραφέας του βιβλίου. Το δικαστήριο του Παρισιού του πρόσαψε το ρόλο του εγκέφαλου μυαλού και του αρχηγού της τρομοκρατικής ομάδας. Έτσι, αντιμετωπίζει την ποινή των είκοσι χρόνων φυλάκισης. “Ο Julien μου είπε: ‘Θέλω να ζω λιτά,’” μας εκμυστηρεύεται ο πατέρας του, ένας γιατρός που είχε συνιδρύσει ένα φαρμακευτικό εργαστήριο, αλλά σήμερα είναι συνταξιούχος. “Θα μπορούσε να είχε γίνει ανώτερο οικονομικό στέλεχος στην Barclay’s.” Αλλά ο μοναχογιός του, που ζει με 1000 ευρώ το μήνα, γύρισε την πλάτη του στον πλούσιο κόσμο που μεγάλωσε της περιοχής Hauts-de-Saine των βορειο-δυτικών προάστιων του Παρισιού. “Κατά κάποιο τρόπο, αυτό θα ήταν ένας εξαιρετικός καταλύτης στη σκέψη του,” στοχάζεται ο πατέρας του φωναχτά για το περιβάλλον των πλούσιων κατοικιών, που είναι εμφωλιασμένες σαν ένα είδος περιδασωμένου εγκλωβισμού. Ο κύριος Coupat, που ανακάλυψε το Tarnac πριν ένα χρόνο, αγόρασε το σπίτι δίπλα στο μπακάλικο. Επίσης αγόρασε για τον γιο του, μέσα στο 20ο arrondissement του Παρισιού, μια παλιά γκαρσονιέρα-ατελιέ 50 τετραγωνικών μέτρων, ένα χώρο που επρόκειτο να στεγάσει το μελλοντικό σχέδιο για ένα στρατευμένο περιοδικό. Έχοντας άδικα κι αδικαιολόγητα παρουσιασθεί στα μήντια σαν πολυτελές διαμέρισμα, η γκαρσονιέρα αυτή ήταν, τον καιρό αυτό, το σπίτι του Julien και της Yldune.
Συντετριμμένοι και σοκαρισμένοι από την ταμπέλα του “τρομοκράτη,” οι γονείς τους προσπαθούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν, παραλυμένοι από τη σκέψη να “προδώσουν” τα παιδιά τους με κάποια αδέξια φράση ή λέγοντας πολλά. Μέσα σε μια βδομάδα, έπρεπε να τα γνωρίσουν όλα: δικηγόρους, διάδρομους δικαστήριων, πιέσεις από τα μήντια. Η μητέρα της Gabrielle H. έκανε 72 ώρες μέσα στα κρατητήρια. Η μητέρα της Yldune δεν μπορεί να ξεχάσει τη σκηνή που η κόρη της σύρθηκε έξω από το κρεβάτι της, της φόρεσαν χειροπέδες κι ήταν τόσο πολύ ταραγμένη που οι αστυνομικοί φώναξαν την άμεση βοήθεια. Στην αρχαιολογική εταιρία, της οποίας ήταν μέλος για οκτώ χρόνια, οι συνάδελφοί της ένοιωσαν πολύ προσβεβλημένοι, όταν οι “σιδερένιες πένσες,” που κατασχέθηκαν στην έρευνα της αστυνομίας, θεωρήθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία για το σαμποτάζ στις σιδηροδρομικές γραμμές. “Είναι ειδικός πάνω στο νεολιθικό και χυτό ορείχαλκο, την έχουμε δει πάμπολλες φορές να δουλεύει μ’ αυτές τις πένσες στην έρευνά της!” φωνάζει ένας φίλος της. '"Εχω διαβάσει όλα τα γραπτά του Julien, ποτέ δεν βρήκα ακόμη και το παραμικρό κάλεσμα για κανένα έγκλημα ή για καμιά βία εναντίον οποιουδήποτε πρόσωπου, είμαι αναστατωμένος μ’ όλα αυτά,” διαμαρτύρεται ο δημοσιογράφος κι ερευνητής Olivier Pascault, παλιός συμφοιτητής του στην EHESS.
Για τον Giorgio Agamben, “δεν μπορούν να τους αντιμετωπίζουν σαν να ήταν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, δεν έχουν τίποτε κοινό! Αναζητούν την τρομοκρατία και καταλήγουν να την κατασκευάζουν μόνοι τους κι όλα αυτά για να ενσπείρουν τον φόβο μεταξύ των νεαρών άνθρωπων.” Οι δικηγόροι Irene Terrel, Steeve Montagne, Cedric Alepee, Dominique Valles καταγγέλλουν μια “εκτός ελέγχου” ενοχοποίηση της τρομοκρατίας, όπως και τις “αδυναμίες” των υποθέσεων, κι επικαλούνται το γεγονός ότι οι νεαροί πελάτες τους δεν έχουν καθόλου δικαστικά επιβαρημένους φάκελους.Μέσα στη γκαρσονιέρα του 20ου arrondissement, όλα είναι καθηλωμένα, θολωμένα, σ’ ακαταστασία. Πάνω στην πόρτα, σ’ ένα κομμάτι κοντραπλακέ, γράφει με κάπως παιδική γραφή: “Αυτό είναι το σπίτι μου, εφήμερο όπως τα προηγούμενα. Τα πράγματα βρίσκονται στις θέσεις που τα έβαλα. Αύριο θα μετακομίσω και θα μ’ ακολουθήσουν. Μεταξύ αυτών και μένα, ποιος είναι ο πιο εξόριστος;” Και λίγο πιο κάτω: “Είμαι σαν ένα στρατιώτη που δεν φορά στολή, που επέλεξε να μην πάει να πολεμήσει, αλλά ο οποίος αγωνίζεται κάθε βράδυ γι’ άλλους λόγους.”
Όλοι τους έχουν πολύ καλές σχέσεις με τις οικογένειές τους. Οι γονείς τους, ένας διευθυντής φαρμακευτικού εργαστήριου, ένας γιατρός, ένας μηχανικός, ένας καθηγητής πανεπιστήμιου, ένας δάσκαλος, όλοι τους της μεσαίας τάξης, τους επισκέπτονται καθημερινά. Η Yldune, φοιτήτρια αρχαιολογίας, που κρατείται φυλακισμένη, αφότου κλήθηκε για ανάκριση στις 15 Νοέμβρη, ζει ακόμη με τον πατέρα και τη μητέρα της. Επομένως, καμιά οικογενειακή ρήξη. Όμως, όλοι τους ήσαν αποφασισμένοι να ζουν κάτω από κανόνες διαφορετικούς από του μεσο-αστικού περιβάλλοντός τους, μακριά από την κοινωνία της εμπορευματοποίησης.Μια μέρα το 2003, αναζητώντας ένα “όχι πολύ ακριβό” αγρόκτημα, ο Julien Coupat εμφανίζεται στο γραφείο του Jean Plazanet, τον καιρό εκείνο, κομουνιστή δήμαρχου του χωριού Tarnac, πληθυσμού 335 ατόμων, στο οροπέδιο των Millevaches στην περιοχή Correze. Η υπόθεση κλείνει αμέσως: ένα σπίτι, βοηθητικά κτίρια και 4 στρέμματα γης. Το όνομα της φάρμας είναι Le Goutailloux. “Στη συνέχεια, είδα να φθάνει μια ομάδα νεαρών ατόμων, όλοι πολύ συμπαθητικοί κι εξυπηρετικοί,” διηγείται ο Jean Plazanet. Ξανανοίγουν το μπακάλικο του χωριού. Ο Benjamin R. αναλαμβάνει τη διεύθυνση, έχοντας μια προηγούμενη εμπειρία αναζωογόνησης χώρων εναλλακτικών τρόπων ζωής, καθώς είχε ασχοληθεί με την κατάληψη της l'Ekluserie στην Rennes. Είναι ο πιο οικολογικά ευαισθητοποιημένος της ομάδας. Από 16 ως 19 χρονών, εργαζόταν εθελοντικά σ’ οργανώσεις για την προστασία του νερού, των θηραμάτων, των πτηνών, της ενυδρίδας κ.λπ. Για κάποιο διάστημα διετέλεσε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας Νεαρών Πράσινων.
Στο Tarnac, η ομάδα αρχίζει να εκτρέφει πρόβατα, κοτόπουλα και πάπιες και να πηγαίνει τρόφιμα στους ηλικιωμένους της περιοχής. “Δεν θα ήταν λάθος να πούμε ότι ένας από τους στόχους ήταν να βρούμε και να δώσουμε τα υλικά και συναισθηματικά μέσα, για να δραπετεύσουμε από την τρέλα της πόλης, για να αναπτύξουμε νέους τρόπους κοινής διανομής,” λεει ο Mathieu B. Αποφεύγουν τη μισθωτή εργασία, απορρίπτουν το καπιταλιστικό σύστημα και την υπερκατανάλωση. Χωρίς συμβιβασμούς, απαγορεύουν στους εαυτούς τους να χρησιμοποιούν τα κινητά τηλέφωνα. Λένε ότι το κάνουν, γιατί αρνούνται να γίνονται εξαρτημένοι. Η αστυνομία λεει, γιατί θέλουν να μένουν κρυμμένοι. Όπως εκτιμούν φίλοι και δίκτυα πολιτών, μέσα στα γραπτά τους, τα διαβάσματά τους, τη συμπεριφορά τους, υπάρχει έκδηλη μια ριζοσπαστικότητα. Όλα αυτά μεταφράζονται σε συγκεκριμένα έργα, υποψιάζονται οι διωκτικές αστυνομικές αρχές, που τους παρακολουθούν από την άνοιξη κι ισχυρίζονται ότι έχουν εντοπίσει δυο απ’ αυτούς να βρίσκονται κοντά σ’ ένα από τους σταθμούς ψηλής τάσης για τον εφοδιασμό μ’ ηλεκτρική ενέργεια των σιδηροδρομικών γραμμών τη νύχτα της 8ης Νοέμβρη 2008. Ο εισαγγελέας του Παρισιού Jean-Claude Marin μιλά για “τετελεσμένες επιθέσεις.”“Είμαι κομμουνιστής της εποχής της Κομούνας του Παρισιού,” είπε κάποτε στον πατέρα του ο Julien Coupat. Κι οι εννιά τους περνούν πολλές ώρες διαβάζοντας και γράφοντας, αλλά και ταξιδεύοντας. Κάποιοι απ’ αυτούς ταξιδεύουν χιλιάδες χιλιόμετρα για να επισκεφθούν πολιτικές καταλήψεις, να συμμετάσχουν σε διαδηλώσεις ενάντια στους G8 ή σ’ άλλες Ευρωπαϊκές διασκέψεις κορυφής. Στις 3 Νοέμβρη, πολλοί απ’ αυτούς πήγαν στο Vichy κατά τη διάρκεια της Ευρωπαϊκής Υπουργικής Σύνοδου για τη Διεύρυνση της ΕΕ των 27. Οι εκεί διαδηλώσεις είχαν τελειώσει με συγκρούσεις με την αστυνομία. Το Tarnac δεν είναι ο τόπος της μόνιμης διαμονής του Julien Coupat, όπου πριν τρία χρόνια είχε γεννηθεί η κόρη που έχει με την Gabrielle H. Στο Παρίσι συχνάζει σε κύκλους διανοούμενων. Έχει αναπτύξει μεγάλους δεσμούς με τον φιλόσοφο Giorgio Agamben, τον οποίον είχε πρωτοσυναντήσει σ’ ένα σεμινάριο. Ο φιλόσοφος τον είχε βοηθήσει στην έκδοση του περιοδικού του Tiqqun στην Ιταλία, βρίσκοντάς του έναν ιταλό εκδότη. Ο Julien Coupat ήταν μέλος της συντακτικής επιτροπής αυτού του περιοδικού, που έβγαινε για μια μικρή περίοδο κι ήταν επηρεασμένο από τους καταστασιακούς. "Μετέχει στο μετα-καταστασιακό κίνημα και συμμερίζεται τη γλώσσα του, έχοντας εξαιρετικές γνώσεις πάνω στον Guy Debord,” τονίζει ο Luc Boltanski, διευθυντής σπουδών του EHESS. “Ήταν ένας λαμπρός φοιτητής, ένα εξαιρετικά ευγενικό άτομο,” συνεχίζει ο κοινωνιολόγος, ο οποίος έχει μια τιμητική ονομαστική αναφορά στον Coupat στον πρόλογο του βιβλίου του Το Νέο Πνεύμα του Καπιταλισμού (που συνέγραψε με την Eve Chiapello κι εκδόθηκε από τον οίκο Gallimard το 1999). “Είναι ο τύπος του άνθρωπου που γνωρίζει περισσότερα από τους καθηγητές του,” μας διαβεβαιώνει ο φίλος του, εδώ και 6 χρόνια, Eric Hazan. “Γι’ αυτόν, οι τρόποι δράσης και τα λόγια του παρελθόντος πρέπει να εγκαταλειφθούν. Δεν είναι ένας θεωρητικός φιλόσοφος.” Ο Παριζιάνος αυτός εκδότης έχει εκδώσει την L'insurrection qui vient – Εξέγερση που έρχεται (εκδόσεις La Fabrique, 2007), έργο υπογραφόμενο από την “Αόρατη Επιτροπή,” κάτι φυσικά που τράβηξε την περιέργεια της αστυνομίας για πολλούς μήνες. Γραμμένο στο στυλ των άλλων καταστασιακών έργων, το βιβλίο έλκεται από τους ξεσηκωμούς. Σ’ αυτό, η δολιοφθορά στα τρένα TGV αναφέρεται σαν ένας τρόπος παρεμπόδισης της οικονομικής μηχανής και δημιουργίας ενός “αναζωογονητικού” χάους.
Ο Julien Coupat χαρακτηρίσθηκε ως ο κύριος συγγραφέας του βιβλίου. Το δικαστήριο του Παρισιού του πρόσαψε το ρόλο του εγκέφαλου μυαλού και του αρχηγού της τρομοκρατικής ομάδας. Έτσι, αντιμετωπίζει την ποινή των είκοσι χρόνων φυλάκισης. “Ο Julien μου είπε: ‘Θέλω να ζω λιτά,’” μας εκμυστηρεύεται ο πατέρας του, ένας γιατρός που είχε συνιδρύσει ένα φαρμακευτικό εργαστήριο, αλλά σήμερα είναι συνταξιούχος. “Θα μπορούσε να είχε γίνει ανώτερο οικονομικό στέλεχος στην Barclay’s.” Αλλά ο μοναχογιός του, που ζει με 1000 ευρώ το μήνα, γύρισε την πλάτη του στον πλούσιο κόσμο που μεγάλωσε της περιοχής Hauts-de-Saine των βορειο-δυτικών προάστιων του Παρισιού. “Κατά κάποιο τρόπο, αυτό θα ήταν ένας εξαιρετικός καταλύτης στη σκέψη του,” στοχάζεται ο πατέρας του φωναχτά για το περιβάλλον των πλούσιων κατοικιών, που είναι εμφωλιασμένες σαν ένα είδος περιδασωμένου εγκλωβισμού. Ο κύριος Coupat, που ανακάλυψε το Tarnac πριν ένα χρόνο, αγόρασε το σπίτι δίπλα στο μπακάλικο. Επίσης αγόρασε για τον γιο του, μέσα στο 20ο arrondissement του Παρισιού, μια παλιά γκαρσονιέρα-ατελιέ 50 τετραγωνικών μέτρων, ένα χώρο που επρόκειτο να στεγάσει το μελλοντικό σχέδιο για ένα στρατευμένο περιοδικό. Έχοντας άδικα κι αδικαιολόγητα παρουσιασθεί στα μήντια σαν πολυτελές διαμέρισμα, η γκαρσονιέρα αυτή ήταν, τον καιρό αυτό, το σπίτι του Julien και της Yldune.
Συντετριμμένοι και σοκαρισμένοι από την ταμπέλα του “τρομοκράτη,” οι γονείς τους προσπαθούν να ξεπεράσουν τα εμπόδια που αντιμετωπίζουν, παραλυμένοι από τη σκέψη να “προδώσουν” τα παιδιά τους με κάποια αδέξια φράση ή λέγοντας πολλά. Μέσα σε μια βδομάδα, έπρεπε να τα γνωρίσουν όλα: δικηγόρους, διάδρομους δικαστήριων, πιέσεις από τα μήντια. Η μητέρα της Gabrielle H. έκανε 72 ώρες μέσα στα κρατητήρια. Η μητέρα της Yldune δεν μπορεί να ξεχάσει τη σκηνή που η κόρη της σύρθηκε έξω από το κρεβάτι της, της φόρεσαν χειροπέδες κι ήταν τόσο πολύ ταραγμένη που οι αστυνομικοί φώναξαν την άμεση βοήθεια. Στην αρχαιολογική εταιρία, της οποίας ήταν μέλος για οκτώ χρόνια, οι συνάδελφοί της ένοιωσαν πολύ προσβεβλημένοι, όταν οι “σιδερένιες πένσες,” που κατασχέθηκαν στην έρευνα της αστυνομίας, θεωρήθηκαν ως αποδεικτικά στοιχεία για το σαμποτάζ στις σιδηροδρομικές γραμμές. “Είναι ειδικός πάνω στο νεολιθικό και χυτό ορείχαλκο, την έχουμε δει πάμπολλες φορές να δουλεύει μ’ αυτές τις πένσες στην έρευνά της!” φωνάζει ένας φίλος της. '"Εχω διαβάσει όλα τα γραπτά του Julien, ποτέ δεν βρήκα ακόμη και το παραμικρό κάλεσμα για κανένα έγκλημα ή για καμιά βία εναντίον οποιουδήποτε πρόσωπου, είμαι αναστατωμένος μ’ όλα αυτά,” διαμαρτύρεται ο δημοσιογράφος κι ερευνητής Olivier Pascault, παλιός συμφοιτητής του στην EHESS.
Για τον Giorgio Agamben, “δεν μπορούν να τους αντιμετωπίζουν σαν να ήταν οι Ερυθρές Ταξιαρχίες, δεν έχουν τίποτε κοινό! Αναζητούν την τρομοκρατία και καταλήγουν να την κατασκευάζουν μόνοι τους κι όλα αυτά για να ενσπείρουν τον φόβο μεταξύ των νεαρών άνθρωπων.” Οι δικηγόροι Irene Terrel, Steeve Montagne, Cedric Alepee, Dominique Valles καταγγέλλουν μια “εκτός ελέγχου” ενοχοποίηση της τρομοκρατίας, όπως και τις “αδυναμίες” των υποθέσεων, κι επικαλούνται το γεγονός ότι οι νεαροί πελάτες τους δεν έχουν καθόλου δικαστικά επιβαρημένους φάκελους.Μέσα στη γκαρσονιέρα του 20ου arrondissement, όλα είναι καθηλωμένα, θολωμένα, σ’ ακαταστασία. Πάνω στην πόρτα, σ’ ένα κομμάτι κοντραπλακέ, γράφει με κάπως παιδική γραφή: “Αυτό είναι το σπίτι μου, εφήμερο όπως τα προηγούμενα. Τα πράγματα βρίσκονται στις θέσεις που τα έβαλα. Αύριο θα μετακομίσω και θα μ’ ακολουθήσουν. Μεταξύ αυτών και μένα, ποιος είναι ο πιο εξόριστος;” Και λίγο πιο κάτω: “Είμαι σαν ένα στρατιώτη που δεν φορά στολή, που επέλεξε να μην πάει να πολεμήσει, αλλά ο οποίος αγωνίζεται κάθε βράδυ γι’ άλλους λόγους.”